- Σύμβολ'
- Σύμβολα , Σύμβολαfem nom/voc sgΣύμβολαι , Σύμβολαfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμβολ' — σύμβολα , σύμβολον tally neut nom/voc/acc pl σύμβολε , σύμβολος meeting by chance masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
ταυτολογία — η / ταὐτολογία, ΝΜΑ [ταὐτολόγος] το να λέει κανείς τα ίδια πράγματα νεοελλ. 1. (λογ.) πρόταση τής οποίας το υποκείμενο και το κατηγορούμενο είναι ή εκφράζουν ίδια έννοια, όπως λ.χ. φως είναι αυτό που φωτίζει 2. (συμβολ. λογ.) πρόταση η οποία, στο … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek